μεταπολιτευτικός

μεταπολιτευτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταπολίτευση («μεταπολιτευτική περίοδος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπολίτευση. Η λ. μαρτυρείται από 1845 στον Κ. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”